μιξολύδιος

μιξολύδιος
-α, -ο, θηλ. και -ος (Α μιξολύδιος, -ον)
φρ. «μιξολύδιος τόνος» ή «μιξολύδιος τρόπος» ή «μιξολύδιος αρμονία» — ένας από τους οκτάχορδους τρόπους τού διατονικού γένους, η δημιουργία τού οποίου αποδίδεται στη Σαπφώ ή στον Πυθαγόρα
αρχ.
αναμεμιγμένος με λυδικά στοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- τού μίγνυμι* / μείγνυμι + λύδιος (< Λυδία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μιξολύδιος — μιξολύ̱διος , μιξολύδιος half Lydian masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιξολύδιον — μιξολύ̱διον , μιξολύδιος half Lydian masc/fem acc sg μιξολύ̱διον , μιξολύδιος half Lydian neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… …   Dictionary of Greek

  • μιξολυδιστί — (Α) επίρρ. κατά τον μιξολύδιο τόνο («μιξολυδιστὶ ἁρμονία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μιξολύδιος + επιρρμ. κατάλ. ιστί] …   Dictionary of Greek

  • παραμιξολυδιάζω — Α εισάγω τον μιξολύδιο τρόπο ή τη μιξολυδιστί αρμονία, δηλ. έναν από τους οκτάχορδους τρόπους τού διατονικού γένους, η δημιουργία τού οποίου αποδίδεται στη Σαπφώ ή στον Πυθαγόρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μιξολύδιος «μεμιγμένος με στοιχεία τής… …   Dictionary of Greek

  • υπερμιξολύδιος — ον, Α μουσ. αυτός που έχει συντεθεί κατά μουσικό τρόπο οξύτερο τού μιξολυδίου («ὑπερμιξολύδιον ἁρμονίαν», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + μιξολύδιος (ἁρμονία) «ένας από τους οκτάχορδους τρόπους τού διατονικού γένους»] …   Dictionary of Greek

  • υπομιξολύδιος — ο / ὑπομιξολύδιος, ΝΜ μουσ. ένας από τους οκτώ ευρωπαϊκούς μεσαιωνικούς εκκλησιαστικούς τρόπους, αντίστοιχος με τον πλάγιο τέταρτο ήχο τής βυζαντινής μουσικής, ὑπομιλήσιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μιξολύδιος «μουσικός τρόπος»] …   Dictionary of Greek

  • λύδιος τρόπος — Μία από τις συνολικά δεκαπέντε κλίμακες της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Προερχόταν από τη Λυδία και διδάχθηκε στην Ελλάδα από τον Όλυμπο, σύμφωνα με τον Αριστόξενο. Ο λύδιος, όπως και ο φρύγιος τρόπος, αποδίδονταν επίσης σε θεότητες ή ποιητές της …   Dictionary of Greek

  • μιξολυδίου — μιξολῡδίου , μιξολύδιος half Lydian masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιξολύδια — μιξολύ̱δια , μιξολύδιος half Lydian neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”